μαριχουάνα

μαριχουάνα
Ναρκωτική ουσία, που προέρχεται από το φυτό κάνναβη. Βλ. λ. κανάβι· χασίς.
* * *
η
1. μίγμα αποξηραμένων φύλλων και λουλουδιών τής ινδικής καννάβεως, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό
2. κοινή ονομασία τής ινδικής καννάβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. marihuana].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Konstantinou kai Elenis — Infobox Television|show name=Konstantinou kai Elenis Κωνσταντίνου και Ελένης caption= format=comedy camera= picture format= runtime=approx. 30 to 40 minutes (40 to 50 min with commercials) creator=Kostas Lychnaras developer=Haris Romas Anna… …   Wikipedia

  • Chronis Exarhakos — Hronis Exarhakos Χρόνης Εξαρχάκος Born November 21, 1915 Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Hronis Exarhakos (Greek: Χρόνης Εξαρχάκος, 1932 September 27, 1984) was a Greek actor …   Wikipedia

  • Воскопулос, Толис — Толис Воскопулос Имя при рождении греч. Τόλης Βοσκόπουλος Дата рождения 26 июня 1940(1940 06 26) …   Википедия

  • καναβινόλη — η παράγωγο τού πυρανίου που απομονώθηκε από το χασίς και τη μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cannabinol < cannabin (πρβλ. καναβίνη) + οl, κατάλ. χημικών όρων κατ απόσπαση από το alcoh ol, που δηλώνει ότι η χημική ένωση περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • παραισθησιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα (ιατρ. φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • τσιγαριλίκι — και τσιγαρλίκι, το, Ν στριφτό τσιγάρο που περιέχει χασίς ή μαριχουάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο + κατάλ. λίκι (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • Εξαρχάκος, Χρόνης — (Αθήνα 1933 – 1983). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη σχολή του Πέλλου Κατσέλη. Με την αποφοίτησή του, το 1963, πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή με τον θίασο Αναλυτή Ρηγόπουλου στην παράσταση Η βίλα των οργίων. Έναν χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κανναβινίδες — (cannabinaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των ουρτικωδών, που περιλαμβάνει φυτά με έντονη μυρωδιά, υδατώδεις χυμούς και μασχαλιαίες δέσμες μικρών ανθών, από τα οποία απουσιάζουν τα πέταλα. Μέχρι σήμερα στην οικογένεια αυτή είναι γνωστά μόνο δύο …   Dictionary of Greek

  • Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”